διόπτρες - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

διόπτρες - translation to Αγγλικά


διόπτρες      
binoculars, field-glasses
field glasses         
  • left
  • Porro type, external eyepiece bridge central-focusing binoculars with a rotating diopter on the right eyepiece allowing to adjust refractive differences between the viewer's left and right eyes
  • Galilean binoculars
  • 1}}
  • Binoculars with red-colored multicoatings
  • Double Porro prism design
  • A simulated view of how the [[Andromeda Galaxy]] (Messier 31) would appear in a pair of binoculars
  • Binoculars with adjustable interpupillary distance set for about 63 mm
  • Vector series laser rangefinder 7×42 binoculars can measure distance and angles and also features a 360° digital compass and class 1 eye safe filters
  • url-status=live }}</ref>
  • The small exit pupil of a 25×30 telescope and large exit pupils of 9×63 binoculars suitable for use in low light
  • A quarter-wavelength (λ) thick anti-reflection coating, which leads to destructive interference
  • Schmidt–Pechan "roof" prism design
  • Independent focusing binoculars as used by the British military
  • [[Tower Optical]] coin-operated binocular tower viewers
  • US Naval ship 'Big eyes' 20×120 binoculars in fixed mounting
  • 25&nbsp;×&nbsp;150 binoculars adapted for astronomical use
  • 7×50 marine binoculars with dampened [[compass]]
PAIR OF TELESCOPES MOUNTED SIDE-BY-SIDE
Field glass; Binocular instrument; Field Glasses; Field glasses; Binocular Instrument; Binocs; Binocular telescope; Prism binoculars; Phase correction coating; Binoc; Periscope binoculars
διόπτρες
binoculars      
n. διόπτρες, κυαλιά